- τηρητικός
- τηρητικόςobservantmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηρητικός — ή, όν, Α [τηρῶ (Ι)] 1. παρατηρητικός («τηρητικοὶ ὄντες τὰ μὲν συμβαίνοντα οὐκ εἶδον», Στράβ.) 2. (φιλοσ.) ο σχετικός με την εμπειρική σχολή («τηρητικοὶ ἄνδρες» οι εμπειρικοί, Γαλ.) 3. αυτός που συντηρεί, που διατηρεί («βωμὸς τηρητικὸς θυσιῶν»,… … Dictionary of Greek
τηρητικά — τηρητικός observant neut nom/voc/acc pl τηρητικά̱ , τηρητικός observant fem nom/voc/acc dual τηρητικά̱ , τηρητικός observant fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηρητικῶν — τηρητικός observant fem gen pl τηρητικός observant masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηρητικόν — τηρητικός observant masc acc sg τηρητικός observant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηρητικαί — τηρητικός observant fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηρητικοῖς — τηρητικός observant masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηρητικοί — τηρητικός observant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηρητικούς — τηρητικός observant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηρητική — τηρητικός observant fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηρητικήν — τηρητικός observant fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)